„εκτρέφω“: μεταβατικό ρήμα εκτρέφω [ekˈtrefo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) züchten züchten εκτρέφω ζώα, κ. μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ εκτρέφω ζώα, κ. μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ