„εκτοπισμός“: αρσενικό εκτοπισμός [ektopizˈmos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Verdrängung Verdrängungθηλυκό | Femininum, weiblich f εκτοπισμός εκτοπισμός