εκτείνομαι
[eˈktinome]μεσοπαθητικό ρήμα | mediopassives Verb v/mpOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- sich dehnenεκτείνομαι τεντώνομαιεκτείνομαι τεντώνομαι
- sich erstrecken, reichen (μέχρι, ως bis)εκτείνομαι φτάνω μέχριεκτείνομαι φτάνω μέχρι