εκσφενδονίζω
[eksfenðoˈnizo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/tOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- schleudernεκσφενδονίζω πέτραεκσφενδονίζω πέτρα
- schießenεκσφενδονίζω πύραυλοεκσφενδονίζω πύραυλο