„εκσυγχρονίζω“: μεταβατικό ρήμα εκσυγχρονίζω [eksiŋxroˈnizo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) modernisieren modernisieren εκσυγχρονίζω εκσυγχρονίζω