„εκστρατεύω“: αμετάβατο ρήμα εκστρατεύω [ekstraˈtevo]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) ausrücken ausrücken εκστρατεύω στρατιωτικός όρος | Militär, militärischστρατ εκστρατεύω στρατιωτικός όρος | Militär, militärischστρατ