εκστρατεία
[ekstraˈtia]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Feldzugαρσενικό | Maskulinum, männlich mεκστρατείαεκστρατεία
- Kampagneθηλυκό | Femininum, weiblich fεκστρατεία μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφεκστρατεία μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ
- Strategieθηλυκό | Femininum, weiblich fεκστρατεία στρατηγικήεκστρατεία στρατηγική
examples
- εκστρατεία δημοσίων σχέσεωνPR-Aktionθηλυκό | Femininum, weiblich f
- εκστρατεία ενημέρωσηςAufklärungskampagneθηλυκό | Femininum, weiblich f
- εκστρατεία σπίλωσηςVerleumdungskampagneθηλυκό | Femininum, weiblich f
hide examplesshow examples