„εκσπερμάτωση“: θηλυκό εκσπερμάτωση [eksperˈmatosi]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Ejakulation Ejakulationθηλυκό | Femininum, weiblich f εκσπερμάτωση εκσπερμάτωση