„εκπυρσοκρότηση“: θηλυκό εκπυρσοκρότηση [ekpirsoˈkrotisi]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Detonation Detonationθηλυκό | Femininum, weiblich f εκπυρσοκρότηση εκπυρσοκρότηση