„εκπρόθεσμος“ εκπρόθεσμος [ekˈproθezmos], εκπρόθεσμη, εκπρόθεσμοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) nicht fristgemäß nicht fristgemäß εκπρόθεσμος εκπρόθεσμος