„εκπολιτισμός“: αρσενικό εκπολιτισμός [ekpolitizˈmos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Zivilisierung Zivilisierungθηλυκό | Femininum, weiblich f εκπολιτισμός εκπολιτισμός