„εκπολιτίζω“: μεταβατικό ρήμα εκπολιτίζω [ekpoliˈtizo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) zivilisieren zivilisieren εκπολιτίζω εκπολιτίζω