„εκποιώ“: μεταβατικό ρήμα εκποιώ [ekpiˈo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) veräußern, ausverkaufen, räumen veräußern εκποιώ εμπόριο | Handelεμπ εκποιώ εμπόριο | Handelεμπ ausverkaufen, räumen εκποιώ ξεπουλώ εκποιώ ξεπουλώ