εκποίηση
[ekˈpiisi]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Veräußerungθηλυκό | Femininum, weiblich fεκποίηση εμπόριο | Handelεμπεκποίηση εμπόριο | Handelεμπ
- Ausverkaufαρσενικό | Maskulinum, männlich mεκποίηση γενικό ξεπούλημαRäumungθηλυκό | Femininum, weiblich fεκποίηση γενικό ξεπούλημαεκποίηση γενικό ξεπούλημα
examples
- εκποίηση αποθήκης οικονομία | WirtschaftοικονLagerverkaufαρσενικό | Maskulinum, männlich m