„εκπαιδευμένος“ εκπαιδευμένος [ekpeðevˈmenos], εκπαιδευμένη, εκπαιδευμένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) ausgebildet ausgebildet εκπαιδευμένος εκπαιδευμένος