εκπίπτω
[ekˈpipto]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/iOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- abgesetzt werdenεκπίπτω απαλλάσσομαι από φόροεκπίπτω απαλλάσσομαι από φόρο
Thank you for your feedback!