εκουαδοριανικός
[ekuaðorianiˈkos], εκουαδοριανική, εκουαδοριανικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- ecuadorianischεκουαδοριανικόςεκουαδοριανικός
Thank you for your feedback!