εκμεταλλεύσιμος
[ekmetaˈlefsimos], εκμεταλλεύσιμη, εκμεταλλεύσιμοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- abbaufähigεκμεταλλεύσιμοςεκμεταλλεύσιμος
Thank you for your feedback!