„εκλεκτικός“ εκλεκτικός [eklektiˈkos], εκλεκτική, εκλεκτικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) wählerisch wählerisch εκλεκτικός εκλεκτικός