„εκκρίνω“: μεταβατικό ρήμα εκκρίνω [eˈkrino]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) ausscheiden, absondern ausscheiden, absondern εκκρίνω ιδρώτα εκκρίνω ιδρώτα