„εκκινητήρας“: αρσενικό εκκινητήρας [ekjiniˈtiras]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Anlasser Anlasserαρσενικό | Maskulinum, männlich m εκκινητήρας εκκινητήρας