„εκθαμβωτικός“ εκθαμβωτικός [ekθamvotiˈkos], εκθαμβωτική, εκθαμβωτικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) strahlend strahlend εκθαμβωτικός εκθαμβωτικός