εκβολή
[ekvoˈli]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Mündungθηλυκό | Femininum, weiblich fεκβολή ποταμούEinmündungθηλυκό | Femininum, weiblich fεκβολή ποταμούεκβολή ποταμού
examples
- εκβολή ποταμούDeltamündungθηλυκό | Femininum, weiblich f
- εκβολή ποταμούMeeresarmαρσενικό | Maskulinum, männlich m