„εκβάλλω“: αμετάβατο ρήμα εκβάλλω [ekˈvalo]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) münden, einmünden münden, einmünden (σε in+αιτιατική | +Akkusativ +akk) εκβάλλω ποταμός εκβάλλω ποταμός