εισβολέας
[izvoˈleas]αρσενικό και θηλυκό | Maskulinum und Femininum m/f <-είς>Overview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Eindringlingαρσενικό | Maskulinum, männlich mεισβολέαςAngreiferαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich fεισβολέαςεισβολέας