εισαγωγή
[isaɣoˈji]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Einfuhrθηλυκό | Femininum, weiblich fεισαγωγή εμπόριο | HandelεμπImportαρσενικό | Maskulinum, männlich mεισαγωγή εμπόριο | Handelεμπεισαγωγή εμπόριο | Handelεμπ
- Einführungθηλυκό | Femininum, weiblich fεισαγωγή γεν, κ. πρόλογοςεισαγωγή γεν, κ. πρόλογος
- Einweisungθηλυκό | Femininum, weiblich fεισαγωγή στο νοσοκομείοεισαγωγή στο νοσοκομείο
- Einleitungθηλυκό | Femininum, weiblich fεισαγωγή βιβλίουεισαγωγή βιβλίου
- Ouvertüreθηλυκό | Femininum, weiblich fεισαγωγή μουσεισαγωγή μουσ
examples
- εισαγωγή σιτηρώνGetreideeinfuhrθηλυκό | Femininum, weiblich f