„εισαγγελία“: θηλυκό εισαγγελία [isaŋgjeˈlia]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Staatsanwaltschaft Staatsanwaltschaftθηλυκό | Femininum, weiblich f εισαγγελία εισαγγελία