„ειρωνεύομαι“: μεσοπαθητικό ρήμα ειρωνεύομαι [iroˈnevome]μεσοπαθητικό ρήμα | mediopassives Verb v/mp Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) ironisch sein ironisch sein ειρωνεύομαι ειρωνεύομαι