„ειρήνευση“: θηλυκό ειρήνευση [iˈrinefsi]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Befriedung Befriedungθηλυκό | Femininum, weiblich f ειρήνευση ειρήνευση