ειλικρίνεια
[iliˈkrinia]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Aufrichtigkeitθηλυκό | Femininum, weiblich fειλικρίνειαEhrlichkeitθηλυκό | Femininum, weiblich fειλικρίνειαOffenheitθηλυκό | Femininum, weiblich fειλικρίνειαειλικρίνεια