„εικονογραφημένος“ εικονογραφημένος [ikonoɣrafiˈmenos], εικονογραφημένη, εικονογραφημένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) illustriert illustriert εικονογραφημένος εικονογραφημένος examples εικονογραφημένος άτλαςαρσενικό | Maskulinum, männlich m Bildatlasαρσενικό | Maskulinum, männlich m εικονογραφημένος άτλαςαρσενικό | Maskulinum, männlich m εικονογραφημένο βιβλίοουδέτερο | Neutrum, sächlich n Bildbandαρσενικό | Maskulinum, männlich m εικονογραφημένο βιβλίοουδέτερο | Neutrum, sächlich n