ειδωλολατρικός
[iðololatriˈkos], ειδωλολατρική, ειδωλολατρικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- heidnisch, abgöttischειδωλολατρικόςειδωλολατρικός
Thank you for your feedback!