„ειδωλολάτρης“: αρσενικό ειδωλολάτρης [iðoloˈlatris]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Heide Heideαρσενικό | Maskulinum, männlich m ειδωλολάτρης ειδωλολάτρης