„εγωιστικός“ εγωιστικός [eɣoistiˈkos], εγωιστική, εγωιστικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) egoistisch egoistisch εγωιστικός εγωιστικός