„εγχώριος“ εγχώριος [eŋˈxorios], εγχώρια, εγχώριοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) einheimisch, hiesig einheimisch, hiesig εγχώριος προϊόν εγχώριος προϊόν