„εγχειρίζω“: μεταβατικό ρήμα εγχειρίζω [eŋçiˈrizo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) operieren operieren εγχειρίζω ιατρική | Medizinιατρ εγχειρίζω ιατρική | Medizinιατρ