εγχείρηση
[eŋˈçirisi]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Operationθηλυκό | Femininum, weiblich fεγχείρηση ιατρική | Medizinιατρεγχείρηση ιατρική | Medizinιατρ
examples
- κάνω εγχείρησηoperiert werden
- πλαστική εγχείρησηSchönheitsoperationθηλυκό | Femininum, weiblich f
- εγχείρηση αύξησης στήθουςBrustvergrößerungθηλυκό | Femininum, weiblich f
hide examplesshow examples