„εγκώμιο“: ουδέτερο εγκώμιο [eŋˈgomio]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Lobrede Lobredeθηλυκό | Femininum, weiblich f εγκώμιο εγκώμιο