εγκυρότητα
[eŋgjiˈrotita]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Gültigkeitθηλυκό | Femininum, weiblich fεγκυρότηταεγκυρότητα
- Zuverlässigkeitθηλυκό | Femininum, weiblich fεγκυρότητα πληροφορίας, πηγήςεγκυρότητα πληροφορίας, πηγής