„εγκρίνομαι“: μεσοπαθητικό ρήμα εγκρίνομαι [eŋˈgrinome]μεσοπαθητικό ρήμα | mediopassives Verb v/mp Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) durchgehen, bewilligt werden durchgehen, bewilligt werden εγκρίνομαι εγκρίνομαι