„εγκλιματίζομαι“: μεσοπαθητικό ρήμα εγκλιματίζομαι [eŋglimaˈtizome]μεσοπαθητικό ρήμα | mediopassives Verb v/mp Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) sich akklimatisieren sich akklimatisieren εγκλιματίζομαι εγκλιματίζομαι