εγκληματικός
[eŋglimatiˈkos], εγκληματική, εγκληματικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- verbrecherisch, kriminellεγκληματικόςεγκληματικός
Thank you for your feedback!