„εγκλείω“: μεταβατικό ρήμα εγκλείω [eŋˈglio]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) institutionalisieren examples εγκλείω σε ίδρυμα institutionalisieren εγκλείω σε ίδρυμα