„εγκατα(λε)λειμμένος“ εγκαταλειμμένος [eŋgata(le)liˈmenos], εγκατα(λε)λειμμένη, εγκατα(λε)λειμμένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) verlassen, verwaist verlassen εγκατα(λε)λειμμένος εγκατα(λε)λειμμένος verwaist εγκατα(λε)λειμμένος μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ εγκατα(λε)λειμμένος μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ