„εγκαταλείπω“: μεταβατικό ρήμα εγκαταλείπω [eŋgataˈlipo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) verlassen, im Stich lassen, aufgeben verlassen εγκαταλείπω αφήνω και φεύγω εγκαταλείπω αφήνω και φεύγω im Stich lassen εγκαταλείπω αφήνω αβοήθητο εγκαταλείπω αφήνω αβοήθητο aufgeben εγκαταλείπω παρατώ εγκαταλείπω παρατώ