„εγκαρδιώνω“: μεταβατικό ρήμα εγκαρδιώνω [eŋgarðiˈono]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) ermutigen ermutigen εγκαρδιώνω εγκαρδιώνω