εγκαθίσταμαι
[eŋgaˈθistame]μεσοπαθητικό ρήμα | mediopassives Verb v/mpOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- sich ansiedeln, sich niederlassen (σε in)εγκαθίσταμαι κάπουεγκαθίσταμαι κάπου
- εγκαθίσταμαι σε σπίτι