„εγγύτητα“: θηλυκό εγγύτητα [eŋˈgjitita]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Nähe Näheθηλυκό | Femininum, weiblich f εγγύτητα εγγύτητα examples εγγύτητα στα σύνορα Grenznäheθηλυκό | Femininum, weiblich f εγγύτητα στα σύνορα