εγγυούμαι
[eŋgjiˈume], εγγυώμαι [eŋgjiˈome] <-άσαι>αποθετικό ρήμα | Deponens depOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- garantieren, gewährleistenεγγυούμαιεγγυούμαι
- verbürgen (κάτι σε κάποιον jemandem etwas)εγγυούμαι αναλαμβάνω την ευθύνηεγγυούμαι αναλαμβάνω την ευθύνη