„εγγυητής“: αρσενικό εγγυητής [eŋgjiiˈtis]αρσενικό | Maskulinum, männlich m, εγγυήτρια [eŋgjiˈitria]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Bürge, Bürgin, Garant Bürgeαρσενικό | Maskulinum, männlich m εγγυητής Bürginθηλυκό | Femininum, weiblich f εγγυητής Garantαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich f εγγυητής εγγυητής